- δίστιγμο
- το1. οι δύο στιγμές (:), άνω και κάτω, που χρησιμοποιούνται ως σημάδι αναμονής, παραδείγματος, επεξηγήσεως κ.λπ., διηγηματικό2. (στην τυπογραφία) διάστημα πάχους δύο τυπογραφικών στιγμών που τίθεται ανάμεσα σε λέξεις ή γράμματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι-* + στιγμή. Η λ. δίστιγμον μαρτυρείται από το 1761 στον Ιώσηπο Μοισιόδακα].
Dictionary of Greek. 2013.